εσαύριον

εσαύριον
ἐσαύριον (Μ)
επίρρ.
1. «ἐς αὔριον» — την επόμενη μέρα
2. (με το θηλ. άρθρο ως ουσ.) ἡ έσαύριον
η επόμενη μέρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”